Οι προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία του 2012 είναι δεδομένες , ωστόσο δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνες: ύφεση στην Ευρώπη, αναιμική ανάπτυξη στις ΗΠΑ-στην καλύτερη περίπτωση. Επίσης, αναμένεται να σημειωθεί μία απότομη επιβράδυνση όσον αφορά τις οικονομίες της Κίνας και των περισσότερων αναδυόμενων οικονομιών του κόσμου. Οι ασιατικές οικονομίες είναι εκτεθειμένες στην Κίνα. Η Λατινική Αμερική είναι εκτεθειμένη λόγω των χαμηλότερων εμπορευματικών τιμών (την στιγμή που μειώνονται οι ρυθμοί ανάπτυξης σε Κίνα και άλλες αναπτυγμένες οικονομίες).
Παράλληλα, οι χώρες της κεντρικής και η Νότιας Ευρώπης, είναι εκτεθειμένες στην Ευρωζώνη. Στο μεταξύ, οι αναταραχές στη Μέση ανατολή και τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που έχουν προκύψει – τόσο στην ευρύτερη περιοχή όσο και διεθνώς- σε συνδυασμό με τις εναλλαγές που προκύπτουν στο γεωπολιτικό γίγνεσθαι, θα αυξάνουν τις τιμές του πετρελαίου με άμεσο αρνητικό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.
Αυτή την στιγμή, η ύφεση στην Ευρωζώνη είναι δεδομένη. Βέβαια, το βάθος και η διάρκειά της δεν μπορούν να προβλεφθούν. Πάντως, η συνεχιζόμενη χρηματοπιστωτική κρίση, τα προβλήματα με τα κρατικά χρέη, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας και η δημοσιονομική λιτότητα προμηνύουν μια αδυσώπητη ύφεση.
Οι ΗΠΑ, οι οποίες αναπτύσσονται με ρυθμούς χελώνας από το 2010, είναι αντιμέτωπες με ισχυρούς κινδύνους λόγω της κρίσης της Ευρωζώνης. Επίσης, πρέπει να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις που απορρέουν από τα δημοσιονομικά προσκόμματα, την αυξανόμενη ύφεση στα νοικοκυριά (αποτέλεσμα της έλλειψης νέων θέσεων εργασίας, της στασιμότητας των εισοδημάτων και της συνεχιζόμενης πτώσης της «χρηματοπιστωτικής ευμάρειας» και της αγοράς ακινήτων), την επιδείνωση των ανισοτήτων και των πολιτικών αδιεξόδων.
Μεταξύ των άλλων μειζόνων ανεπτυγμένων οικονομιών, το Ηνωμένο Βασίλειο διανύει μια διπλή εμβάπτιση λόγω της υποβαθμισμένης ανάπτυξης, αποτέλεσμα του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης και της έκθεσή της στην κρίση της Ευρωζώνης. Στην Ιαπωνία, η «μετασεισμική» ανάκαμψη δεν θα είναι και τόσο επιτυχημένη, καθώς οι αδύναμες κυβερνήσεις δεν θα μπορέσουν να εφαρμόσουν τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Εν τω μεταξύ, οι ελλείψεις στο μοντέλο ανάπτυξης της Κίνας γίνονται όλο και περισσότερο ορατές. Οι πτώσεις στις τιμές των ακινήτων έχουν προκαλέσει την αρχή μίας αλυσιδωτής αντίδρασης που θα επιφέρει αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη, στις επενδύσεις και στα κρατικά έσοδα. Η “κατασκευαστική έκρηξη” εμφανίζει σημάδια στασιμότητας, ενώ οι καθαρές εξαγωγές έχουν μετατραπεί σε τροχοπέδη για την ανάπτυξη, κυρίως λόγω της εξασθένησης των ΗΠΑ και της μείωσης της ζήτησης από την Ευρωζώνη. Έτσι, το έργο των Κινέζων ηγετών για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης αναμένεται αρκετά δύσκολο, επειδή δεν είναι και τόσο εύκολο να εξομαλύνουν την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά ακινήτων.
Όμως, δεν είναι μόνοι. Από την σκοπιά των πολιτικών αποφάσεων, τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Ευρώπη και η Ιαπωνία, αναβάλουν συνεχώς τις σοβαρές οικονομικές, δημοσιονομικές και χρηματοπιστωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για μία βιώσιμη και ισορροπημένη ανάπτυξη.
Η απομόχλευση των ανεπτυγμένων οικονομιών τόσο στον ιδιωτικό τομέα όσο και στον δημόσιο έχει πλέον αρχίσει, ενώ τα αδιέξοδα εξαιτίας των ελλειμματικών ισολογισμών των νοικοκυριών, των προβληματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, και των άβουλων κυβερνήσεών τους, κάνουν την κατάσταση ιδιαίτερα εκρηκτική.
Στον μόνο τομέα που παρουσιάζεται βελτίωση, είναι στις εταιρείες που παράγουν προϊόντα υψηλής ποιότητας. Αλλά με τόσους κινδύνους να εγκυμονούν, την παγκόσμια αβεβαιότητα να επηρεάζει την ζήτηση και την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα να παραμένει υψηλή - συνέπεια των μεγάλων επενδύσεων κατά το παρελθόν στις αγορές ακινήτων πολλών χωρών και των επενδύσεων σε κατασκευαστικά έργα λόγω της άνθησης του τομέα στην Κίνα τα τελευταία έτη- έχουν οδηγηθεί σε μια οικονομική υποτονικότητα.
Ένα άλλο ζήτημα είναι αυτό της αυξανόμενης οικονομικής ανισότητας. Η εν λόγω κατάσταση θα πυροδοτεί τις κοινωνικές εκρήξεις ανά τον κόσμο ,οδηγώντας σε μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική αστάθεια που θα επιφέρει περισσότερα προβλήματα στις επιδώσεις της οικονομίας.
Την ίδια στιγμή, οι ανισορροπίες των τρεχουσών συναλλαγών μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και άλλων αναπτυσσόμενων οικονομιών σε συνδυασμό με αυτών στην Ευρωζώνη, παραμένουν μεγάλες. Μια ομαλή προσαρμογή θα απαιτούσε την μείωση της εγχώριας ζήτησης σε χώρες με μεγάλες δαπάνες και ελλείμματα και την μείωση των εμπορικών πλεονασμάτων σε βιώσιμες χώρες μέσω μιας ανατίμησης των νομισμάτων τους. Για να διατηρηθεί η ανάπτυξη, οι ελλειμματικές χώρες θα πρέπει να προβούν σε νομισματική υποτίμηση για να βελτιωθεί το εμπορικό ισοζύγιο, ενώ οι πλεονασματικές χώρες θα πρέπει να αυξήσουν την εγχώρια ζήτηση, κυρίως την κατανάλωση.
Βέβαια, η συγκεκριμένη προσαρμογή των τιμών μέσω των νομισματικών κινήσεων έχει κολλήσει γιατί οι πλεονασματικές χώρες αντιστέκονται στην συναλλαγματική ανατίμηση. Αντίθετα, προτιμούν την επιβολή ύφεσιακου αποπληθωρισμού στις ελλειμματικές χώρες. Ο νομισματικός πόλεμος αυτός πραγματοποιείται στα εξής πεδία: στην παρέμβαση στο συνάλλαγμα, στην ποσοτική χαλάρωση και στον έλεγχο εισροών κεφαλαίων. Και με την περαιτέρω αποδυνάμωση της παγκόσμιας ανάπτυξης το 2012, οι παραπάνω μάχες ενδέχεται να εξελιχθούν σε εμπορικούς πολέμους.
Δυστυχώς, οι επιλογές των πολιτικών είναι περιορισμένες. Η νομισματική υποτίμηση δεν πρόκειται να έχει θετικά πρόσημα, διότι δεν μπορούν όλες οι χώρες, ταυτόχρονα, να προβούν σε μία υποτίμηση για να βελτιώσουν τις εξαγωγές τους. Παράλληλα, η νομισματική πολιτική θα γίνει πιο χαλαρή την ώρα που ο πληθωρισμός δεν θα αποτελεί εμπόδιο στις ανεπτυγμένες οικονομίες (μικρότερο εμπόδιο στις αναδυόμενες αγορές). Είναι προφανές, ότι η νομισματική πολιτική γίνεται όλο και πιο αναποτελεσματική στις ανεπτυγμένες οικονομίες, όπου τα προβλήματα πηγάζουν από την αφερεγγυότητα- και ως εκ τούτου την πιστοληπτική ικανότητα- και όχι από την ρευστότητα.
Τέλος, η δημοσιονομική πολιτική περιορίζεται από την αύξηση των ελλειμμάτων και χρεών και τα παιχνίδια των αγορών με τα ομόλογα και τους νέους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. Το ατελέσφορο παιχνίδι με τις διασώσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δεν διακρίνεται για την πολιτική του δημοφιλία, με τις κυβερνήσεις που είναι σχεδόν χρεοκοπημένες να αδυνατούν οικονομικά να συνεχίσουν αυτό το παιχνίδι. Στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα παρατηρούμε ότι οι G-20, επί της ουσίας έχουν εξελιχθεί σε G-0, επειδή οι αδύναμες κυβερνήσεις δεν μπορούν να θέσουν σε εφαρμογή έναν διεθνή πολιτικό συντονισμό, καθώς υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των συμφερόντων των ανεπτυγμένων οικονομιών και των αναδυόμενων αγορών.
Η ασκούμενη πολιτική της αντιμετώπισης των μεγάλων χρεών των κυβερνήσεων, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των νοικοκυριών, χρησιμοποιώντας τον δανεισμό ως λύση στην αφερεγγυότητα, στο τέλος θα οδηγήσει σε επίπονες και άναρχες αναδιαρθρώσεις. Αν π.χ. η ΕΕ, συνεχίσει να επιδεικνύει την ίδια αδυναμία παροχής λύσης στην σημερινή ισχνή ανταγωνιστικότητα και χρειαστεί να προβεί σε νομισματικές προσαρμογές για να αντιμετωπίσει τις τρέχουσες ανισορροπίες, τότε ενδέχεται ορισμένα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης να αναγκαστούν να την εγκαταλείψουν.
Υπό την παρούσα απειλή της απομόχλευσης και της έλλειψης “πολιτικών πυρομαχικών”, η αποκατάσταση της εύρωστης ανάπτυξης θεωρείται πολύ δύσκολή.
Άραγε θα ανατραπούν τα δεδομένα το 2012;
Του Nouriel Roubini
www.project-syndicate.org
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, το μήνυμα σας μεταφέρεται άμεσα στους διαχειριστές μας.