ΕΝΙΣΧΥΣΤΕ το blog μας με ένα απλό "ΚΛΙΚ" στις διαφημίσεις

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Η ιστορία μίας θαμμένης Ελληνικής σημαίας


Φύλαξε την ελληνική σημαία ως “κόρη οφθαλμού” στη διάρκεια της Κατοχής, αρνούμενος να την παραδώσει στους Ιταλούς, παρά τις απειλές και τη βία.

Ο λόγος για τον Τρικαλινό Νικόλαο Λεοντάρη, με καταγωγή από την Καλλιρρόη Καλαμπάκας, ο οποίος έλαβε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και μετά τη λήξη του τού ανατέθηκε η προστασία της πολεμικής σημαίας του 5ου Συντάγματος, την οποία και παρέδωσε στον Ελληνικό Στρατό, μετά την απελευθέρωση.


Προκειμένου να μην πέσει η σημαία στα χέρια των κατακτητών- Ιταλών και Γερμανών- την.....
τύλιξε με άλλα πανιά και φύλλα δένδρων και την έθαψε στο βουνό.

Εκεί, τη φύλαξε για τέσσερα χρόνια, με μεγάλη αγωνία και φόβο, μήπως την ανακαλύψουν ή μήπως σαπίσει μέσα στο χώμα. Όταν συγκροτήθηκε το 119ο Τάγμα Εθνοφυλακής, παρουσιάστηκε στον διοικητή και του ανέφερε το γεγονός. Με συνοδεία, ξέθαψε και παρέδωσε τη σημαία, την οποία μετέφεραν με τιμές. Για την πράξη του αυτή τιμήθηκε από το 5ο Σύνταγμα Τρικάλων.

Πώς, όμως, έφτασε η ελληνική σημαία σ’ αυτόν;

Όπως αναφέρει ο ίδιος σε σχετικό δημοσίευμα, στο επιστημονικό περιοδικό “Τρικαλινά”, που εκδίδει ο Φιλολογικός Ιστορικός Λογοτεχνικός Σύνδεσμος (Φ.Ι.ΛΟ.Σ.) Τρικάλων, στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού υπηρέτησε ως κληρωτός, αλλά και ως έφεδρος.

Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο είχε αποσπασθεί σε άλλο βοηθητικό τμήμα και κατά το μήνα Μάρτιο του 1941, στη διαχείριση καύσιμων υλών. Κατά την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού, τον Απρίλιο του 1941, το 5ο Σύνταγμα Πεζικού, όπως και άλλα, υποχώρησε συντεταγμένο. Μετά την υπογραφή της συνθηκολόγησης και την παράδοση του οπλισμού τους, οι ελληνικές μονάδες αυτοδιαλύθηκαν. Το επιτελείο του 5ου Συντάγματος, με διοικητή τον συνταγματάρχη Νικόλαο Γεωργούλα, το 3ο δεκαήμερο του Απριλίου 1941, βρέθηκε στο χωριό Ανθοχώρι Ηπείρου.

Επειδή, όμως, από την κούραση και τις κακουχίες, ήταν αδύνατο να ακολουθήσει πορεία, ακόμη και επί ζώου, διά μέσου της οροσειράς της Πίνδου και των χωριών του Ασπροποτάμου, για να φθάσει στην Καλαμπάκα, ανέθεσε σε δύο άτομα, καταγόμενα από τα χωριά Κρανιά και Δολιανά Ασπροποτάμου, να παραλάβουν τα αρχεία του Συντάγματος και την πολεμική σημαία αυτού, όπως και τα προσωπικά του αντικείμενα- το ξίφος, το πιστόλι και τα κιάλια.

Ο Νικόλαος Λεοντάρης δεν ήταν μαζί τους, γιατί ακολούθησε άλλη πορεία. Όταν τα δύο άτομα έφτασαν στο χωριό του, την Καλλιρρόη, επειδή ο ιατρός Βασίλειος Κλιάφας είχε άριστες φιλικές σχέσεις με τον πατέρα του και με τον ίδιο προσωπικά, άφησαν τα πράγματα που τους έδωσε ο Γεωργούλας στο σπίτι του.

Μετά από μία ημέρα έφτασε και ο ίδιος στο σπίτι του και βρήκε όλα τα παραπάνω. Αμέσως, με τη βοήθεια και της μητέρας του, τη σημαία την έκρυψαν σ’ ένα από τα μπαούλα που είχε τον προικώο ρουχισμό της αδερφής του, ενώ ο ίδιος, ύστερα από λίγες μέρες, έφυγε από το χωριό για να βρεθεί εργαζόμενος στον Βόλο. Μετά από ένα μήνα που έφυγε αυτός από το χωριό, το 1941, πήγαν δύο αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού και, εκτός από τη σημαία που δεν τους παρεδόθη και το ξίφος, πήραν όλα τα υπόλοιπα πράγματα.

Ο κ. Λεοντάρης αναγκάστηκε, λόγω του θανάτου του πατέρα του, να παραμείνει στο χωριό, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν και οι πιέσεις για τη σημαία. “Πολλές φορές ήρθαν Ιταλοί και, απειλώντας με, ζητούσαν επίμονα τη σημαία- άλλωστε όλα τα είδη είχαν έρθει ημέρα στο σπίτι μου και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού μου γνώριζαν την ύπαρξη τους και κάποιος καταδότης είχε δώσει σχετική κατάσταση”, αναφέρει ο ίδιος.

Όμως, στις αρχές Οκτωβρίου του 1942 ήρθε ένα ιταλικό τμήμα και απέναντι από το σπίτι του, περίπου 100 μέτρα μακριά, εγκατέστησε ένα οπλοπολυβόλο, χωρίς ο ίδιος να υποψιαστεί ότι ενδεχομένως θα κάνουν έρευνα. “Εγώ- επισημαίνει- ήμουν πιο πέρα και τους είδα. Όταν έφτασα στην αυλόπορτα, φώναξα τη μητέρα να ζώσει τη σημαία κάτω από το φαρδύ της φόρεμα, όπως και έγινε”.

Εν τω μεταξύ, είχαν ξεκινήσει δυο Ιταλοί στρατιώτες και έρχονταν προς τον ίδιο- τότε αυτός προσέτρεξε να τους υποδεχθεί δήθεν. Αφού τους χαιρέτησε, ο ένας από αυτούς, ο οποίος κρατούσε ένα σημείωμα, το οποίο είχε γραμμένο το όνομα του, του είπε στα ιταλικά να κάνουν έρευνα για στρατιωτικά είδη που κρύβει. Τότε, οι τρεις τους πήγαν στο σπίτι. Αφού έκαναν έλεγχο στο ισόγειο, έκαναν σχολαστική έρευνα παντού και μετά πήγαν στα δύο μπαούλα που ήταν ο προικώος ρουχισμός της αδελφής του, εκ των οποίων στο ένα ήταν τοποθετημένο το ξίφος του συνταγματάρχη Γεωργούλα.

Άρχισαν να αδειάζουν τα μπαούλα, αλλά στα μισά του δεύτερου, ο ένας Ιταλός έπιασε τον νεαρό τότε Νικόλαο Λεοντάρη από το χέρι και τον οδήγησε στο λοχαγό του. Μόλις ο λοχαγός τον αντίκρισε και αφού του είχαν αναφέρει ότι δεν βρέθηκε τίποτα, με απειλητική διάθεση, σε έντονο ύφος και διά μέσου ενός Ιταλού που γνώριζε ελληνικά, του είπε να τους παραδώσει την σημαία, το πιστόλι και τα κιάλια.

Εξήγησε ότι ναι μεν αυτά και άλλα είχαν έρθει στο σπίτι του, αλλά λίγο αργότερα ήρθαν εκείνοι που τα άφησαν και τα πήραν. Τότε εκείνος επιχείρησε να τον χειροδικήσει, αλλά τον παρεμπόδισε.

Απειλώντας τον στη συνέχεια, του είπε να τους τα πάει σ’ έναν μήνα στη Διοίκηση Καλαμπάκας, “άλλως θα ‘ρθουμε να σου κάψουμε το σπίτι και θα σου πάρουμε όλα τα υπάρχοντα περιουσιακά είδη”.

Φεύγοντας το ιταλικό τμήμα, την άλλη ημέρα αναζήτησε έξω από την περιφέρεια του χωριού κατάλληλη κρύπτη να τοποθετήσει την σημαία, καθώς και το ξίφος του συνταγματάρχη Γεωργούλα. Τότε αποφάσισε να τα κρύψει στη θέση Χαλκιώτη. Αφού τα συσκεύασε καταλλήλως, πήγε και τα τοποθέτησε, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Ούτε η μητέρα του και τα αδέρφια του γνώριζαν την κρύπτη, ενώ ο ίδιος, έπειτα από δύο ημέρες έφυγε από το χωριό για τα Τρίκαλα, αλλά βρέθηκε τελικά στο χωριό Γεωργανάδες όπου κι έπιασε δουλειά.

Η παράδοση της σημαίας

Τον Μάρτιο του 1945 κλήθηκε υπό τα όπλα η κλάση του και ως έφεδρος, προτού καταταγεί, επισκέφθηκε τον διοικητή του 119ου Τάγματος Εθνοφυλακής, ταγματάρχη Αχιλλέα Μακαρίτη, που τα γραφεία του τότε ήταν εγκατεστημένα στο Ξενοδοχείο Πανελλήνιον, και του είπε ότι “κάπου στην περιφέρεια του χωριού μου, Καλλιρρόη, από το έτος 1942 έχω κρυμμένη την πολεμική Σημαία του 5ου Πεζικού Συντάγματος και πιστεύω ότι κατά 60% να μην έχει σαπίσει”.

Αφού του εξήγησε τις περιπέτειες του, με έκδηλη τη χαρά και, αφού τον συνεχάρη, ο ταγματάρχης του είπε: “θα σου δώσω μια διμοιρία στρατιωτών να πηγαίνεις να την πάρεις και να την φέρεις εδώ”.
“Κύριε Διοικητά- απάντησε αυτός- κατ’ αρχήν εγώ πρέπει να πάω στην μονάδα να καταταγώ να μην θεωρηθώ ανυπότακτος και δεν θέλω στρατιώτες να πάω στο χωριό”.

Τότε, εκείνος κάλεσε έναν ανθυπολοχαγό, στον οποίο έδωσε τα στοιχεία του, να τα πάει στον διοικητή της αρμοδίας μονάδας. Μετά απ’ αυτό, ο ίδιος πήγε στο χωριό, παρέλαβε τη σημαία και την πήγε στον διοικητή Αχιλλέα Μακαρίτη, στο γραφείο του. Τότε ο διοικητής κάλεσε όλο το στράτευμα και είπε: «Αυτή είναι η Σημαία η πολεμική του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων, την οποία παρέλαβε και διαφύλαξε (ο Ν. Λεοντάρης) με αυτοθυσία και αυταπάρνηση από τα κατοχικά στρατεύματα και από τους εχθρούς της πατρίδος μας”.

Να πώς περιγράφει, όμως, ο ίδιος ο Νικόλαος Λεοντάρης την όλη εικόνα:

“Ο ενθουσιασμός και τα χειροκροτήματα ήταν ακράτητα. Αργότερα στο γραφείο του συνεζητήθη το θέμα της επισήμου παραδόσεως και μέχρι τότε να παραμείνει η σημαία στη Διοίκηση του 119 Τάγματος, εγώ όμως αρνήθηκα να την αφήσω και του λέω: θα σου την παραδώσω στην επίσημη τελετή που θα γίνει”.

Η διαταγή τελικά από το Υπουργείο των Στρατιωτικών έφτασε λίγο αργότερα και έλεγε ότι η επίσημη τελετή της παράδοσης της Σημαίας ορίσθηκε στις 21 Μαΐου 1945.

Ο Νικόλαος Λεοντάρης ήταν μία από τις πέντε προσωπικότητες που τιμήθηκαν στο 3ο Παγκόσμιο Συνέδριο-Αντάμωμα Θεσσαλών, που έγινε πριν από λίγες ημέρες στην Αγιά Λάρισας.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστούμε, το μήνυμα σας μεταφέρεται άμεσα στους διαχειριστές μας.