Ένας γέροντας της ορθοδόξου παραδόσεώς μας έλεγε ότι θά πρέπει νά θέτουμε “φυλακήν τώ στόματι ημών”, όταν μιλούμε γιά τά “υπέρ έννοιαν” μυστήρια του Χριστού. Πολύ δέ περισσότερο, οφείλουμε νά ιστάμεθα μέ τόν προσήκοντα σεβασμό, όταν καλούμεθα νά μιλήσουμε γιά τό υπερφυές “μυστήριο των μυστηρίων” του Χριστού, γιά τήν Υπερευλογημένη Θεοτόκο καί Αειπάρθενο Μητέρα Του.
Αναφορικά μέ τό όντως “μέγα της Θεοτόκου μυστήριον”, θά μπορούσαμε, μαζί μέ όλο τό πλήρωμα της Εκκλησίας, καί εμείς μέ ζέουσα προσευχητική διάθεση νά επαναλάβουμε τά λόγια του υμνωδού:
“Τείχισόν μου τάς φρένας Σωτήρ μου· τό γάρ τείχος του κόσμου ανυμνήσαι τολμώ, τήν άχραντον Μητέρα σου· εν πύργω ρημάτων ενίσχυσόν με, καί εν βάρεσιν εννοιών οχύρωσόν με. Σύ γάρ βοάς των αιτούντων πιστώς τάς αιτήσεις πληρούν. Σύ ούν μοι δώρησαι γλώτταν, προφοράν, καί λογισμόν ακαταίσχυντον· πάσα γάρ δόσις ελλάμψεως παρά Σου καταπέμπεται Φωταγωγέ, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον”.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει εξαρχής παραλάβει καί διαφυλάσσει ακαινοτόμητη, ερμηνεύει αυθεντικά καί βιώνει αδιαλείπτως μία αληθινή περί Θεοτόκου Μαρίας δογματική παράδοση καί διδασκαλία, όπως αυτή έχει εκφρασθεί διά των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων καί των πολυπληθών συγγραμμάτων των θεοφόρων Πατέρων της. Στίς σελίδες πού ακολουθούν, θά συνεισφέρουμε καί εμείς τόν οβολό μας επιχειρώντας νά ανατρέξουμε στά μνημεία της Ιεράς Παραδόσεως, έτσι ώστε νά γίνουμε φορείς καί μεταδότες της παρακαταθήκης της πίστεως, πού παραλάβαμε γιά τά άρρητα μυστήρια του Θεού, τά οποία, μέσα στό προαιώνιο σχέδιο της θείας Οικονομίας γιά τή σωτηρία του ανθρώπινου γένους, πραγματοποιήθηκαν εν χρόνω μέ τή συμβολή της Θεοτόκου. Αρχικά θά μάς απασχολήσουν οι δογματικές διεργασίες καί οι απόψεις εκείνων των προσώπων, πού έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στή διαμόρφωση του όρου “Θεοτόκος” κατά τή διάρκεια των Οικουμενικών Συνόδων, προκειμένου η Εκκλησία νά διατυπώσει επακριβώς καί σαφώς τή δογματική της διδασκαλία. Στή συνέχεια, θά αναπτύξουμε τή θέση ότι ο όρος “Θεοτόκος” είναι στήν πραγματικότητα χριστολογικός καί σωτηριολογικός όρος. Μέ άλλα λόγια, θά καταδείξουμε ότι η ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας περί της Παρθένου Μαρίας ως Θεοτόκου συνδέεται μέ ακατάλυτο δεσμό καί οργανική, αμφίδρομη σχέση μέ τήν ορθόδοξη Χριστολογία καί Σωτηριολογία, καί γι’ αυτό αποτελεί ένα μόνο, πλήν όμως, αναπόσπαστο κεφάλαιο στή διαπραγμάτευση του δόγματος της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου.
Η ορθόδοξη αλήθεια γιά τό πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας μπορεί νά κατανοηθεί σωστά καί νά περιγραφεί μέ ακρίβεια μόνο μέσα σ’ ένα χριστολογικό πλαίσιο, μέσα στό κλίμα της Χριστολογίας. Ο Χριστός είναι ο αληθινός καί τέλειος Θεός καί ο πρώτος αληθινός καί τέλειος άνθρωπος. Οι δύο φύσεις του Χριστού είναι “ασυγχύτως” ενωμένες στό ίδιο καί τό αυτό πρόσωπο, σέ μία άρρητη υποστατική ένωση. Ο Λόγος του Θεού έγινε κατά πάντα τέλειος άνθρωπος ομοούσιος μέ εμάς καί γι’ αυτό καί η μητέρα πού τόν γέννησε είναι αληθινά Θεοτόκος.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, ήδη από τήν εποχή του Μεγάλου Αθανασίου αλλά καί πολύ ενωρίτερα, αποκαλούσαν τήν Παρθένο Μαρία ως Θεοτόκο. Γι’ αυτό άλλωστε καί δέν επέτρεπαν κανένα ίχνος αμφιβολίας. “Τό παιδίον Θεός καί πώς ου Θεοτόκος ή τίκτουσα”, επισημαίνει πολύ εύγλωττα ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Δικαίως καί αληθώς, λοιπόν, ονομάζουμε τήν Παρθένο Μαρία “Θεοτόκο”, γιατί τό όνομα αυτό επιβεβαιώνει ότι Εκείνος πού γεννήθηκε από αυτήν ήταν Θεάνθρωπος, Θεός καί άνθρωπος σέ μία μοναδική καί άρρητη υποστατική ενότητα. “Ει γάρ Θεοτόκος η γεννήσασα, πάντως Θεός ο εξ αυτής γεννηθείς, πάντως δέ καί άνθρωπος”. Σ’ αυτήν ακριβώς τήν αρχαιοπαράδοτη δογματική διδασκαλία γιά τή Θεοτόκο στηρίζεται καί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όταν προειδοποιεί μέ έναν αφοριστικό τρόπο: “Εί τις ου Θεοτόκον τήν Αγίαν Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς εστιν της θεότητος”.
Τή σωτηρία του ανθρώπου επετέλεσε ο Χριστός μέ τήν Ενανθρώπησή Του, κατά τήν οποία προσέλαβε τήν ανθρώπινη φύση, τήν ανύψωσε, τή θέωσε καί τήν έσωσε. Η τελειότητα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού συνδέεται αναπόσπαστα καί οργανικά μέ τή σωτηρία του ανθρώπου. Θά λέγαμε ότι συνιστά θεμελιώδη προϋπόθεση γιά τήν τελειότητα της σωτηρίας. “Όλον γάρ όλος ανέλαβέ με, καί όλος όλω ηνώθη, ίνα όλω τήν σωτηρίαν χαρίσηται· τό γάρ απρόσληπτον καί αθεράπευτον”. Στό Σύμβολο της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, στό Σύμβολο της πίστεως, ομολογούμε: “Τόν δι’ημάς τούς ανθρώπους καί διά τήν ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών καί σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου καί Μαρίας της Παρθένου καί ενανθρωπήσαντα”.
Λίγες μόλις δεκαετίες μετά τό γεγονός της Ενανθρωπήσεως του Χριστού εμφανίσθηκαν οι πρώτες παραχαράξεις της πίστεως καί αργότερα οι μεγάλες χριστολογικές αιρέσεις στήν Εκκλησία Του, σχετικά μέ τό πρόσωπο καί τήν υποστατική ένωση των δύο εν Χριστώ φύσεων. Ποιός είναι Αυτός;
Ποιά είναι η σχέση Του μέ τό Θεό; Πώς κατανοείται η σχέση καί η ένωση των δύο φύσεων στό Χριστό, η ένωση δηλαδή ακτίστου καί κτιστού από τόν ενανθρωπήσαντα Υιό καί Λόγο του Θεού; Πώς μπορεί νά είναι συγχρόνως “Υιός του ανθρώπου;” Μέ ποιό τρόπο γεννήθηκε από γυναίκα; Πώς είναι δυνατό η μητέρα Του, η Παρθένος Μαρία νά αποκαλείται “Θεοτόκος”; Τά ερωτήματα πού ετίθεντο αφορούσαν όχι μόνο τή θεότητα του Θεού Λόγου, αλλά καί τήν Ενανθρώπησή Του.
Οι προβληματισμοί αυτοί προξένησαν μακραίωνες δογματικές συζητήσεις. Η Εκκλησία, προκειμένου νά προφυλάξει τά πιστά μέλη της καί νά απαντήσει στίς αποκλίνουσες απόψεις διατύπωσαν αυθεντικά τήν πίστη της καί καθόρισαν Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες διατύπωσαν αυθεντικά τήν πίστη της καί καθόρισαν τά δόγματά της. Οι δογματικές αποφάσεις των Συνόδων, γνωστές ως “όροι”, δηλαδή όρια-οριοθετήσεις, εμπεριέχουν σωτήριες αλήθειες. Συνεπώς, τά δόγματα της Εκκλησίας δέν είναι τίποτε άλλο παρά σωτηριολογικές προτάσεις ζωής, αφού καταγράφουν τήν κοινή πίστη καί τήν καθολική συνείδηση καί διαχρονική εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος.
Οι αμφισβητήσεις γιά τό πρόσωπο του Χριστού εμφανίσθηκαν πολύ νωρίς, καταρχήν μέ τήν αίρεση του Δοκητισμού καί του Μοναρχιανισμού. Αλλά καί κατά τήν περίοδο των μεγάλων τριαδολογικών αιρέσεων τέθηκε εκ νέου τό χριστολογικό ζήτημα, γιατί τόσο οι αρειανοί όσο καί οι ευνομιανοί είχαν δική τους “Χριστολογία”, στήν οποία, ασφαλώς, απάντησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Τήν εποχή αυτή τό ενδιαφέρον εστρέφετο πρωτίστως στό τριαδολογικό δόγμα, πού αφορούσε τή θεότητα του Χριστού καί τή σχέση Του μέ τό Θεό Πατέρα Του. Γι’ αυτό, άλλωστε, καί κατά τήν Α´ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας τό έτος 325, οι Πατέρες δέν συζήτησαν γιά χριστολογικά θέματα, πού αφορούσαν τό μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Θεού-Λόγου καί της σχέσεώς του μέ τή Μητέρα Του. Ωστόσο, είναι προφανές ότι η άμεση άρνηση της θεότητας του Χριστού είχε ως αποτέλεσμα καί τήν έμμεση άρνηση της Παρθένου Μαρίας ως Θεοτόκου.
Αργότερα, τό χριστολογικό ζήτημα τέθηκε εξαιτίας της αιρέσεως του Απολιναρίου Λαοδικείας. Ο Απολινάριος (†390), όπως καί η λεγομένη Αλεξανδρινή Σχολή, τόνιζε πρωτίστως τήν ενότητα στό πρόσωπο του Ιησού Χριστού, συχνά εις βάρος της πληρότητας του ανθρώπινου στοιχείου. Δίδασκε ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, ο οποίος είναι τέλειος Θεός καί κατά τήν Ενανθρώπηση έλαβε μόνο σάρκα (“Θεός σαρκοφόρος”), δηλαδή ανθρώπινο σώμα καί άλογη ψυχή, όχι όμως καί ανθρώπινο νού, γιατί αυτό θά σήμαινε τήν τελειότητα (ακεραιότητα) της ανθρώπινης φύσεως. Ο Απολινάριος θεωρούσε πώς ο Χριστός γιά τή σωτηρία του ανθρώπου είναι ανάγκη νά είναι τέλειος Θεός. Γιά νά είναι λοιπόν δυνατή η πλήρης ένωση στόν Ένα Χριστό, δίδασκε ότι ο Λόγος του Θεού δέν έλαβε κατά τήν Ενανθρώπηση τέλεια ανθρώπινη φύση, αλλά μόνο τό ανθρώπινο σώμα εμψυχωμένο μέ ζωϊκή (άλογη) ψυχή καί όχι ανθρώπινο νού. Προτιμούσε νά χρησιμοποιεί τόν όρο “σάρξ”, όχι όμως μέ τή βιβλική του σημασία. Επέμενε στή στενή ένωση Θεού καί ανθρώπου στό Χριστό, αλλά η ανθρώπινη φύση Του δέν ήταν πλήρης. Τήν ένωση Λόγου καί σαρκός σέ μία φύση τήν χαρακτήριζε “ένωσιν ουσιώδη”, “ένωσιν σύνθετον” καί “ένωσιν φυσικήν”. Η “κολοβωμένη” ανθρώπινη φύση μετά τήν ένωση πρέπει νά θεωρηθεί ότι απορροφήθηκε καί χάθηκε μέσα στούς κόλπους του Λόγου, έτσι ώστε ο Χριστός νά μήν είναι τέλειος άνθρωπος, αλλά μόνο τέλειο Θεός.
Στή διδασκαλία του Απολιναρίου αντέδρασαν από πολύ νωρίς οι Πατέρες της Εκκλησίας καί τόν καταδίκασαν πολλές φορές. Η οριστική όμως καταδίκη της αιρετικής του κακοδοξίας έγινε από τήν Β´ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως τό έτος 381. Ορισμένοι εκφραστές της Αντιοχειανής Σχολής, στήν προσπάθειά τους νά αντικρούσουν τόν Απολινάριο, έφθασαν στό άλλο άκρο. Τήν εποχή αυτή κύριος εκπρόσωπός τους ήταν ο επίσκοπος Ταρσού Διόδωρος (†392). Αυτός διέκρινε τίς δύο φύσεις στό Χριστό σέ σημείο πού έφθανε νά δεχθεί σχεδόν καί “δύο Υιούς” κατά τήν Ενανθρώπηση του Χριστού, τόν “Υιό του Θεού” καί τόν “Υιό Δαβίδ”. Ο Διόδωρος μπορούσε νά κάνει λόγο γιά τίς “δύο φύσεις” στό Χριστό καί μετά τήν ένωση, έτσι ώστε οι δύο φύσεις νά μπορούν νά γίνουν αντιληπτές καί ως δύο πρόσωπα στόν Ένα Χριστό.
Ο Θεόδωρος Μοψουεστίας, μαθητής του Διοδώρου, προφανώς γι’ αυτόν τό λόγο, άρχισε νά μιλά καί γιά “δύο Υιούς”. Μέ τίς θέσεις αυτές ο Θεόδωρος θεωρήθηκε ως πρόδρομος καί δημιουργός του Νεστοριανισμού. Υποστήριζε πώς στήν ένωση Θεού καί ανθρώπου στό Χριστό είναι ένα πρόσωπο, ωστόσο δέν δεχόταν πραγματική υποστατική ένωση των δύο φύσεων στό Χριστό. Τόσο ο Θεόδωρος όσο καί οι υπόλοιποι Νεστοριανοί τήν ένωση Θεού καί ανθρώπου στό Χριστό αποκαλούσαν “ενοίκηση” καί “συνάφεια”, δηλαδή “συνένωση” ως ηθική ένωση. Μεταξύ του Θείου Λόγου καί του ανθρώπου Ιησού αναγνώριζε ότι υπάρχει ενότητα γνώμης, δηλαδή εξωτερική ένωση. Η ένωση των δύο φύσεων στό Χριστό ήταν “σχετική ένωση”, είχε δηλαδή τήν έννοια της “επαφής” καί “συνάφειας”.
Μ’ αυτό τόν τρόπο, ο Θεόδωρος Μοψουεστίας καί γενικά η Αντιοχειανή Σχολή, αρνούνταν τήν πραγματική υποστατική ένωση καί χώριζαν τό Χριστό στά δύο. Γι’ αυτό απέφευγαν τή χρήση εκφράσεων ότι ο Θεός γεννήθηκε ή ο Θεός έπαθε. Τή μητέρα του Κυρίου προτιμούσαν νά τήν αποκαλούν “ανθρωποτόκο”, γιατί έλεγαν ότι αυτή εγέννησε τόν άνθρωπο, ο οποίος στά σπλάχνα της, κατά τόν χρόνο διαπλάσεως του εμβρύου (“εν τη διαπλάσει” όπως έλεγε), ενώθηκε μέ τό Λόγο. Η ένωση των δύο φύσεων (Λόγου καί ανθρώπου) κατά τήν Ενανθρώπηση χαρακτηρίζεται από τόν Θεόδωρο ως “συνάφεια”, δηλαδή ως ηθική ένωση.
Οι ακραίες αυτές απόψεις έγιναν ευρύτερα γνωστές κυρίως μέ τό Νεστόριο, μαθητή του Θεοδώρου. Όταν ο Νεστόριος έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περίπου τό έτος 428, έφερε ως σύμβουλο μαζί του από τήν Αντιόχεια τόν ιερέα Αναστάσιο. Ο τελευταίος, σέ κήρυγμα πού έκανε ενώπιον του Νεστορίου, είπε: “Θεοτόκον τήν Μαρίαν καλείτω μηδείς Μαρία γάρ άνθρωπος ήν, υπό ανθρώπου δέ Θεόν τεχθήναι αδύνατον”. Τά λόγια αυτά προκάλεσαν ευλόγως δογματικό σκάνδαλο στόν ευσεβή λαό, ο οποίος αποκαλούσε τή μητέρα του Σωτήρος “Θεοτόκο”, αφού είχε γεννήσει τόν Υιό του Θεού τόν Μονογενή.
Ο πατριάρχης Νεστόριος έσπευσε νά αναλάβει τήν ευθύνη καί μέ τό κύρος του νά καλύψει τόν Αναστάσιο καί μέ σειρά ομιλιών του προσπάθησε νά αναλύσει τήν θεολογική έννοια του όρου “Θεοτόκος” μέ τό “Χριστοτόκος”, καθ’ ότι η Θεοτόκος γι’ αυτόν γέννησε τόν “ψιλόν άνθρωπον Χριστόν”. Απέρριπτε τόν όρο “Θεοτόκος” ως μή αγιογραφικό, αλλά ως εθνικό καί επιδεκτικό ειδωλολατρικής εννοίας καί παρανοήσεως καί κατά συνέπεια δέν δεχόταν τήν προσωνυμία “μήτηρ Θεού”, γιά νά μήν θεωρήσει κάποιος τήν Παρθένο “θεά”, πού γέννησε τό Θεό γυμνό, χωρίς τήν ανθρωπότητά του. Η Παρθένος Μαρία γέννησε μόνο τόν άνθρωπο Ιησού, μέ τόν οποίο ήταν ενωμένος “κατ’ άκραν συνάφειαν” ο Θεός Λόγος. Γι’ αυτό υποστήριζε ότι ο Λόγος απλώς “προήλθε” ή “παρήλθε” ή “διήλθε” διά μέσου αυτής, αλλά δέν “γεννήθηκε” από αυτήν. Μέ τόν άνθρωπο Ιησού ήλθε σέ “συνάφεια” η θεία φύση μέ αποτέλεσμα νά προκύψει ένα όχι πραγματικό, αλλά ηθικό πρόσωπο, στό οποίο ο Νεστόριος απέδιδε τό όνομα “Χριστός”, καί γι’ αυτό ακριβώς η Παρθένος Μαρία θά πρέπει νά ονομάζεται, κατ’ αυτόν, “Θεοδόχος”, “Θεοφόρος”, “ανθρωποτόκος” καί “Χριστοτόκος”, όχι όμως “Θεοτόκος”. Μέ βάση αυτές τίς απόψεις κατέληγε στό αυτονόητο συμπέρασμα ότι η Παναγία γέννησε έναν κοινό άνθρωπο, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα καί τό κατοικητήριο ή όχημα της θεότητας. Πρόκειται, λοιπόν, κατά βάση γιά ενοίκηση της θεότητας στήν ανθρωπότητα, καί όχι γιά “καθ’ υπόστασιν” ένωση.
Μέ τή διδασκαλία του ο Νεστόριος διέστρεφε τή βιβλική έννοια της Ενσαρκώσεως καί Ενανθρωπήσεως του Ιησού, ο οποίος δέν ήταν Θεός, αλλά ο “ψιλός άνθρωπος Ιησούς”, πού ήταν απλώς “κτήτωρ της θεότητος” ή “όργανον μάλλον καί εργαλείον θεότητος καί άνθρωπος θεοφόρος”. Ο Νεστόριος κατέστρεφε κυριολεκτικά τήν έννοια της υποστατικής ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων, δυνάμει της οποίας καί ως συνέπεια αυτής ήταν απολύτως δικαιολογημένος ο χαρακτηρισμός της Παρθένου Μαρίας ως “Θεοτόκου”. Αντί γιά τήν υποστατική ένωση των δύο φύσεων “εξ άκρας συλλήψεως” δεχόταν απλή “συνάφεια” καί επαφή, κατά τό παράδειγμα της τοποθετήσεως δύο επαλλήλων σανίδων ή έκανε λόγο γιά ένωση “σχετική”, κατά τό παράδειγμα των δύο συζύγων ή δύο φίλων. Μιλούσε γιά “κατ’ ενοίκησιν”, “κατ’ευδοκίαν”, “κατά θέλησιν” ένωση, δηλαδή όχι πραγματική καί αληθινή καί πλήρη, αλλά μόνο εξωτερική καί φαινομενική καί ηθική ένωση καί τελικώς απέρριπτε τήν “φυσική” ένωση, τήν “υποστατική” ένωση ή τήν “καθ’υπόστασιν ένωσιν” του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας.
Ο Νεστόριος επέμενε στό ότι ο Λόγος του Θεού “σαρκώθηκε” καί δέν “γεννήθηκε” από τή Θεοτόκο κατά τήν ανθρώπινη φύση. Ακόμη, απέρριπτε τίς δύο γεννήσεις του Λόγου καί τή διπλή ομοουσιότητα Αυτού, ότι δηλαδή “ο Λόγος είναι ομοούσιος μέ τόν Πατέρα κατά τή θεότητα καί ομοουσίως μέ τή Μητέρα Του καί μέ εμάς τούς ανθρώπους κατά τήν ανθρωπότητα”. Ο Νεστόριος κάνει λόγο γιά “συνάφεια εις έν πρόσωπον” καί εισηγείται μία δυαδικότητα πού δέν κατόρθωσε τελικά νά ξεπεράσει.
Καθώς δέ χώριζε τίς δύο εν Χριστώ φύσεις, υπονοούσε ότι ο Χριστός έχει καί δύο πρόσωπα. Διέκρινε τόν ένα Υιό σέ δύο Υιούς, τόν Υιό του Θεού καί τόν Υιό της Παρθένου. Τή διάκριση σέ δύο Υιούς τή συστηματοποίησε καί οδηγήθηκε στήν απόρριψη του όρου “Θεοτόκος”. “Ο άνθρωπος Ιησούς καί ο Λόγος, δύο διαφορετικές υποστάσεις, μολονότι ενώνονται κατά ηθική καί βουλητική σχέση, αποτελούν δύο χωριστά καί διακεκριμένα πράγματα”. Η “συνάφεια” σέ ένα πρόσωπο των δύο φύσεων δέν ήταν ο Θεός Λόγος, αλλά ήταν η “συνάφεια” εκείνη πού προέρχεται από τή “συνάφεια” του Λόγου μέ τόν άνθρωπο Ιησού.
Η άρνηση του Νεστορίου νά δεχθεί τήν υποστατική ένωση των δύο φύσεων στό Χριστό τόν οδηγούσε στήν άρνηση καί της θεότητάς Του. Γιά τό Νεστόριο τό όνομα Χριστός σήμαινε καί τίς δύο φύσεις, γι’ αυτό καί τό θεωρούσε “μήνυμα των δύο φύσεων”. Τόνιζε πώς τό όνομα αυτό δέν αναφέρεται στήν ουσία του Λόγου, αλλά στή θεία οικονομία. Ισχυριζόταν πώς είναι αδιανόητο νά λέμε ότι ο Χριστός, ως Θεός Λόγος, γεννήθηκε, έπαθε, σταυρώθηκε. Αφού προηγουμένως απέρριπτε τό ότι ο γεννηθείς από τήν Παρθένο είναι ομοούσιος μέ τόν Πατέρα κατά τή θεότητα καί συνεπώς κατά φύσιν Θεός, κατέληγε πώς η Θεοτόκος γέννησε τόν Χριστό πού δέν ήταν ο Θεός Λόγος. Μέ άλλα λόγια, απέρριπτε τό ότι ο γεννηθείς πρό των αιώνων από τόν Πατέρα καί είναι ομοούσιος μέ τόν Πατέρα, γεννήθηκε εν χρόνω κατά τήν ανθρωπότητα από τήν Παρθένο Μαρία, καί συνεπώς είναι κατά φύσιν άνθρωπος καί ομοούσιος μέ εμάς.
Ο Νεστόριος, προφανώς, ταύτιζε καί άρα συνέχεε τίς δύο “γεννήσεις” του Υιού του Θεού. Μέ τίς απόψεις του διέστρεφε καί τήν πραγματική σημασία του όρου “Θεοτόκος”, τόν οποίο από “αμάθεια” ή αδυναμία καί ανεπάρκεια κατανόησης της εκκλησιαστικής παραδόσεως αρνήθηκε νά αποδώσει στή Μητέρα του Θεού αποκαλώντας τήν “Χριστοτόκο”. Γι’ αυτό προέτρεπε όλους τούς χριστιανούς νά μήν αποκαλούν τή Μαρία, τή μητέρα του Χριστού, Θεοτόκο. Όλες αυτές οι δοξασίες οδηγούσαν στήν ουσιαστική αμφισβήτηση του γεγονότος της Ενανθρωπήσεως του Υιού καί Λόγου του Θεού καί, κατ’ επέκταση, στήν πλήρη κατάρρευση του δόγματος της σωτηρίας. Η δέ μετά πείσματος επιμονή του Νεστορίου στίς αιρετικές του δοξασίες, τόν οδήγησε σέ συνοδική καταδίκη από τήν Γ´ καί τήν Δ´ Οικουμενική Σύνοδο. Η Γ´ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τόν αυτοκράτορα Θεοδόσιο τόν Β´ στήν Έφεσο τό έτος 431, μέ βασικό στόχο τήν ανακατασκευή καί καταδίκη των αιρετικών αποκλίσεων του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου. Στή Σύνοδο προήδρευσε ο πατριάρχης Κύριλλος Αλεξανδρείας καί παρευρίσκοντο εκπρόσωποι του Πάπα Ρώμης Κελεστίνου, όπως καί η πλειοψηφία των επισκόπων της Ανατολής. Γιά τούς Πατέρες της Συνόδου μέ τή διδασκαλία του Νεστορίου διακυβεύεται η ακεραιότητα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού καί άρα αυτή καθ’ εαυτή η πραγματικότητα της σωτηρίας του ανθρώπου. Εάν πράγματι ο Θεός δέν ενώθηκε πλήρως μέ τόν άνθρωπο, τότε πώς είναι δυνατό νά τόν σώσει; Γι’ αυτό επέμεναν στήν πλήρη καί ασύγχυτη εν Χριστώ ένωση Θεού καί ανθρώπου τόσο, ώστε νά ονομάζουν τή Μητέρα του Χριστού όχι απλώς “Χριστοτόκο” (όπως ισχυριζόταν ο Νεστόριος), αλλά αληθινά καί πραγματικά “Θεοτόκο”.
Οι Πατέρες της Συνόδου όχι μόνο καταδίκασαν τόν Νεστόριο, αλλά καί επικύρωσαν καί επιβεβαίωσαν τήν περί Θεοτόκου διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου, σύμφωνα μέ τόν οποίο η Παναγία μητέρα του Κυρίου είναι καί Χριστοτόκος, ακριβώς επειδή είναι καί Θεοτόκος. “Ει γάρ Χριστοτόκος, πάντως ότι καί Θεοτόκος ει δέ ου Θεοτόκος, ουδέ Χριστοτόκος”. Σύμφωνα μέ τόν ιερό πατέρα ο χαρακτηρισμός “Θεοτόκος” γιά τήν Παρθένο Μαρία θεωρείται κατά πάντα παραδοσιακός καί αποτελεί τή λυδία λίθο καί τόν πυρήνα της ορθόδοξης θεολογίας. Η επικύρωση της περί της Παρθένου Μαρίας, ως Θεοτόκου, διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήταν συνάμα καί επιβεβαίωση της αμετακίνητης πίστης γιά τήν Ενσάρκωση του Λόγου του Θεού. Ο τέλειος κατά τήν θεότητα καί τέλειος κατά τήν ανθρωπότητα Ιησούς Χριστός είναι ένας καί ο αυτός, ο Θεός Λόγος. Η ένωση των δύο φύσεων στό πρόσωπο του Λόγου είναι “ένωσις αληθής” ή ακριβέστερα “ένωσις καθ’ υπόστασιν” καί δηλώνεται από τόν άγιο Κύριλλο σαφέστατα μέ τή φράση “μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη. Τό “σεσαρκωμένη ” γιά τόν ιερό πατέρα δηλώνει τήν τελειότητα ( ακεραιότητα) της ανθρωπότητας στή μία υπόσταση του Λόγου καί ασφαλώς σημαίνει τήν πλήρη Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου.
Στήν αποκαλούμενη ” Έκθεση Πίστεως των διαλλαγών”, πού έγινε ουσιαστικά ο επίσημος δογματικό “όρος” της Γ´ Οικουμενικής Συνόδου, διακηρύχθηκε μέ επίσημο τρόπο Θεοτόκος η Παρθένος Μαρία, εντός της οποίας σαρκώθηκε “ασυγχύτως” ο Λόγος του Θεού. Όπως δηλώνεται ρητά στό εν λόγω δογματικό κείμενο, “κατά τήν της ασυγχύτου ενώσεως έννοιαν ομολογύμεν τήν αγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διά τόν Θεόν Λόγον σαρκωθήναι καί ενανθρωπήσαι καί εξ αυτής της συλλήψεως ενώσαι εαυτώ τόν εξ αυτής ληφθέντα ναόν “. Η μελέτη των πηγών καί η σύγχρονη επιστημονική έρευνα οδηγούν στό συμπέρασμα πώς η συμβολή του αγίου Κυρίλλου υπήρξε πρωταγωνιστική καί καθοριστική στήν ανάδειξη καί προβολή του όρου “Θεοτόκος” ο οποίος καθίσταται ο δογματικός ορισμός της Γ´ Οικουμενικής Συνόδου .
Ωστόσο, παρά τή ρητή συνοδική καταδίκη του Νεστορίου , τό χριστολογικό ζήτημα δέν έληξε οριστικά, αλλά συνεχίσθηκε γιά πολλούς αιώνες καί γιά τή διευθέτησή του χρειάσθηκε νά συγκληθούν καί άλλες Οικουμενικές Σύνοδοι. Μετά τό Νεστόριο καί σέ αντίθεση μέ τίς απόψεις του εμφανίσθηκε ο Μονοφυσιτισμός, μέ κύριο εκπρόσωπό του τόν Ευτυχή. Αυτός επικαλούνταν τόν Κύριλλο, τόν οποίο όμως ερμήνευε μονόπλευρα καί εσφαλμένα, προφανώς γιατί δέν είχε κατανοήσει τόν κυρίαρχο σωτηριολογικό χαρακτήρα της Χριστολογίας του.
Ο Ευτυχής δέν δεχόταν τό ομοούσιο του σώματος του Κυρίου μέ τό σώμα της Μητέρας Του καί μέ τό δικό μας, γιατί, όπως έλεγε, Αυτός είναι Θεός μας. ” Ο Κύριος δέν έλαβε απότήν Παρθένο σάρκα ομοούσια μέ εμάς, αλλά τό σώμα του Κυρίου δέν είναι σώμα ανθρώπου· ανθρώπινο είναι τό σώμα από τήν Παρθένο . Έκανε λόγο γιά αλλοίωση της ανθρώπινης φύσεως στό Χριστό μετά τήν ένωση καί αναγνώριζε στό Χριστό δύο φύσεις πρίν τήν ένωση, μετά όμως τήν ένωση μία, καθ’ ότι η θεία φύση απορρόφησε τήν ανθρώπινη. Ο Ευτυχής, όπως νωρίτερα καί ο Νεστόριος, ταύτιζε τούς όρους “φύση ” καί “πρόσωπο”, θεωρώντας ότι φύση καί πρόσωπο είναι όροι αχώριστοι. Ενδιαφερόταν νά αποδείξει ότι στό Χριστό υπάρχει ένα πρόσωπο καί συνεπώς μία μόνο φύση. Συγκεκριμενα υποστήριζε: ”
Ομολογώ εκ δύο φύσεων γεγενήσθαι τόν Κύριον ημών πρό της ενώσεως, μετά δέ τήν ένωσιν μίαν φύσιν ομολογώ” . Ο Ευτυχής καταδικάσθηκε καί αφορίσθηκε ως μονοφυσίτης αιρετικός από τήν “Ενδημούσα” Σύνοδο του 448 καί λίγο αργότερα από τόν Πάπα Ρώμης Λέοντα μέ τήν επιστολή πρός τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό. Πρόκειται γιά μία δογματική χριστολογική επιστολή του Λέοντος, τή γνωσή ως “Τόμος του Λέοντος”.
Η καταδίκη του Ευτυχούς προκάλεσε τήν αντίδραση του Διοσκόρου Αλεξανδρείας. Ο Διόσκορος εναντιώθηκε στόν Νεστοριανισμό, αλλά, παρέχοντας θεολογική καί εκκλησιατική στήριξη στόν Ευτυχή, κατάφερε νά παρασύρει αξιοσημείωτο αριθμό κληρικών καί μοναχών του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Καθώς είχε τήν υποστήριξη του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β´, συνεκάλεσε υπό τήν προεδρεία του Σύνοδο τό έτος 449 στήν Έφεσο. Η Σύνοδος δικαίωσε τόν Ευτυχή, καταδίκασε τόν Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως, καί όλους τούς “ανατολικούς ” επισκόπους πού ήταν αντίθετοι μέ τή μονοφυσιτική διδασκαλία του Ευτυχούς. Παρά τό γεγονός ότι η Σύνοδος αυτή συγκλήθηκε ως Οικουμενική δέν έγινε δεκτή ως τέτοια από τή συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας καί χαρακτηρίσθηκε ως “Ληστρική .
Προκειμένου νά καταδικασθεί γιά μία ακόμη φορά ο Νεστοριανισμός αλλά καί νά αντιμετωπισθεί η νέα χριστολογική αίρεση του Μονοφυσιτισμού καί επί τέλους νά ειρηνεύσει η Εκκλησία από τή διογκούμενη αντίδραση των πιστών της, συγκλήθηκε η Δ´ Οικουμενική Σύνοδος στή Χαλκηδόνα τό έτος 451. Η Σύνοδος καταδίκασε τούς Νεστοριανούς πού θεωρούσαν τόν Κύριον ψιλόν άνθρωπο, απέρριπταν τόν όρο ” Θεοτόκος” καί διαιρούσαν τό ένα πρσοωπο του Κυρίου σέ δύο. Καταδίκασε τόν Ευτυχή καί τούς οπαδούς της μονοφυσιτικής αιρέσεως πού πρέσβευαν σύγκραση καί σύγχυση των δύο φύσεων, δέχοταν δύο φύσεις πρίν τήν ένωση, μία φύση μετά τήν ένωση καί ότι ο Χριστός δέν είχε ανθρώπινη φύση όμοια μέ εμάς. Η σπουδαιότητα της Συνόδου εντοπίζεται στό γεγονός ότι διατύπωσε μέ ακριβολόγο θεολογική ορολογία τό χριστολογικό δόγμα σχετικά μέ τήν ένωση των δύο φύσεων του Χριστού καί τόν τρόπο της μεταξύ τους σχέσεως στή μία υπόσταση του Θεού Λόγου. Καθόρισε ότι υπάρχουν δύο φύσεις ενωμένες ασυγχύτως καί αδιαιρέτως σέ ένα πρόσωπο ή μία υπόσταση.
Στόν “Όρο Πίστεως” της Συνόδου της Χαλκηδόνος διαβάζουμε: “Επόμενοι τοίνυν τους αγίοις Πατράσιν, ένα καί τόν αυτόν ομολογείν Υιόν τόν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τόν αυτόν εν θεότητι καί τέλειον τόν αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς καί άνθρωπον αληθώς τόν αυτόν εκ ψυχής λογικής καί σώματος, ομοούσιον τώ πατρί κατά τήν θεότητα, καί ομοούσιον ημίν τόν αυτόν κατά τήν ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν χωρίς αμαρτίας· πρό αιώνων μέν εκ του Πατρός, γεννηθέντα κατά τήν θεότητα, επ’ εσχάτων δέ των ημερών τόν αυτόν δι’ ημάς καί διά τήν ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά τήν ανθρωπότητα, ένα καί τόν αυτόν Χριστόν, Υιόν, Κύριον Μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης διά τήν ένωσιν, σωζομένης δέ μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως καί εις έν πρόσωπον καί μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’ ένα καί τόν αυτόν υιόν Μονογενή, Θεόν, Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν, καθάπερ άνωθεν οι προφήται περί αυτού καί αυτός ημάς ο Κύριος Ιησούς εξεπαίδευσε καί τό των Πατέρων ημίν παραδέδωκε Σύμβολον ” .
Έναν αιώνα αργότερα, συγκλήθηκε τό έτος 553 στήν Κωνσταντινούπολη από τόν αυτοκράτορα Ιουστινιανό η Ε´ Οικουμενική Σύνοδος, προκειμένου αφενός νά διασφαλίσει τό κύρος των προηγουμένων Οικουμενικών Συνόδων καί αφετέρου νά καταδικάσει τά λεγόμενα “Τρία Κεφάλαια ” καί τίς κακοδοξίες του Ωριγένη καί των οπαδών του. Στό δογματικό της “όρο” η Σύνοδος μεταξύ άλλων, καταδικάζει τίς νεστοριανικές αιρετικές απόψεις, επαναλαμβάνει όσα η εκκλησιαστική συνείδηση αποδέχεται γιά τίς “δύο γεννήσεις” του Θεού Λόγου καί αναθεματίζει όλους όσους δέν ομολογούν ” κυρίως καί κατ’ αλήθειαν”Θεοτόκο τήν Παρθένο Μαρία.
“Ει τις καταχρηστικώς, αλλ’ ουκ αληθώς Θεοτόκον λέγει τήν αγίαν ένδοξον αειπάρθενον Μαρίαν, ή κατά αναφοράν, ως ανθρώπου ψιλού γεννηθέντος, αλλ’ουχί του Θεού Λόγου σαρκωθέντος εξ αυτής, αναφερομένης δέ κατ’ εκείνους της του ανθρωπου γεννήσεως επί τόν Θεόν λόγον, ως συνόντα τώ ανθρώπω γενομένω· καί συκοφαντεί τήν αγίαν εν Χαλκηδόνι σύνοδον, ως κατά ταύτην τήν ασεβή επινοηθείσαν παρά Θεοδώρου έννοιαν Θεοτόκον τήν παρθένον ειπούσαν· ή εί τις ανθρωποτόκον αυτήν καλεί ή χριστοτόκον ως του Χριστού μή όντος Θεού, αλλά μή κυρίως καί κατα αλήθειαν Θεοτόκον αυτήν ομολογεί, διά τό τόν πρό αιώνων εκ του Πατρός γεννηθέντα Θεόν Λόγον επ’ εσχάτων των ημερών εξ αυτής σαρκωθήναι,ούτω τε ευσεβώς καί τήν αγίαν εν Χαλκηδόνι σύνοδον Θεοτόκον αυτήν ομολογήσαι, ο τοιούτος ανάθεμα έστω”.
Μέ τό Χριστολογικό ζήτημα ασχολήθηκε καί η ΣΤ´ Οικουμενική Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως κατά τά έτη 680 -681, καί ιδιαίτερα μέ μία πλευρά του Μονοφυσιτισμού, τόν Μονοεργητισμό καί Μονοθελητισμό, τόν οποίο καί καταδίκασε επικυρώνοντας ταυτόχρονα τίς αποφάσεις όλων των προηγουμένων Οικουμενικών Συνοδων. Στή Σύνοδο αυτή, μέ συνοδική επιστολή του αγίου Σωφρονίου, πατριάρχου Ιεροσολύμων, πού ανακεφαλαιώνει όλο τό Τριαδολογικό καί Χριστολογικό δόγμα,τονίζεται ότι η Παρθένος Μαρία είναι “Θεοτόκος” καί”Αειπάρθενος” · “πρό του τόκου καί εν τώ τόκω καί μετά τόν τόκον” . Η”αειπαρθενία” της Παναγίας είναι δογματική συνέπεια του γεγονότος ότι αυτή ήταν αληθινά “Θεοτόκος” καί συμβολίζεται εικονογραφικά μέ τήν παράσταση τριών αστεριών πού φέρει στό μαφόριό της. Η Θεοτόκος είναι καί Αειπάρθενος καί αυτό ακριβώς είναι τό κατ’ εξοχήν εκφραστικό όνομα της Θεοτόκου. Στά δύο αυτά ονόματα “Θεοτόκος” καί “Αειπάρθενος” μπορεί νά συνοψισθεί όλη η δογματική διδασκαλία γιά τήν Παρθένο Μαρία.
Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, πού συγκλήθηκε κατά τά έτη 691 -692 στήν Κωνσταντινούπολη, μέ σκοπό νά συμπληρώσει τό νομοθετικό υστέρημα των δύο προηγηθεισών Οικουμενικών Συνόδων, αχολήθηκε καί μέ τήν κατάπαυση ορισμένων παραδοξοτήτων, πού από καιρό είχαν εμφανισθεί καί αναφέρονταν σέ έθιμα των Χριστιανών κατά τά “επιλόχεια” της Θεοτόκου. Μεταξύ των πολλών κανόνων πού εξέδωσε, μέ τόν 79ο κανόνα της όχι μόνο καταπόλεμησε καί καταδίκασε τά λεγόμενα “επιλόχεια” έθιμα, αλλά καί υπογράμμισε τόν αλόχευτο χαρακτήρα της γέννησης του Χριστού από τή Θεοτόκο, σημειώνοντας χαρακατηρισκά”αλόχευτον τόν εκ της Παρθένου θείον τόκον ομολογούντες “.
Η Ζ´ Οικουμενική Σύνοδος συγκληθηκε στή Νίκαια τό έτος 787 , εξ αιτίας της Εικονομαχίας. Στόν “όρο” της πίστεως ανακεφαλαιώνεται ολόκληρη η μακραίωνη ορθόδοξη πίστη της Εκκλησίας καί επαναλαμβάνεται η διδασκαλία ότι η Μητέρα του Κυρίου είναι Αειπάρθενος καί αληθινά Θεοτόκος. “Ομολογούμεν δέ καί τήν δέσποιναν ημών τήν αγίαν Μαρίαν κυρίως καί αληθώς Θεοτόκον, ως τεκούσαν σαρκί τόν ένα της αγίας Τριάδος Χριστόν τόν Θεόν ημών… σύν τούτοις δέ καί τάς δύο φύσεις ομολογούμεν του σαρκωθέντος δι’ημάς εκ της αχράντου Θεοτόκου καί αειπαρθένου Μαρίας, τέλειον αυτόν Θεόν καί τέλειον άνθρωπον γινώσκοντες.
Μέ όσα αναφέρθηκαν μέ ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο, μπορεί εύκολα νά κατανοηθεί ότι η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας γιά τήν Υπεραγία Θεοτόκο δέν είναι καθόλου άσχετη μέ ολόκληρη τήν δογματική της παράδοση. Αντιθέτως σχετίζεται οργανικά καί συνδέεται πρωταρχικά μέ τή Χριστολογία καί τή Σωτηριολογία, γιατί μέ τή Θεοτόκο σαρκώθηκε, έγινε άνθρωπος , ο Κύριος της Δόξης καί Μεγάλης Βουλής Αγγελος, ο Ασαρκος Λόγος, προκειμένου νά πληρωθεί η σωτηριώδης θεία οικονομία. Μιά διαστρεβλωμένη καί “μειωμένη” Χριστολογία έχει ολέθρια αποτελέσματα, αφού καταλύει τό δόγμα της σωτηρίας. Αλλά καί κάθε ορθόδοξη δογματική διδασκαλία, όπως η σχετική περί Θεοτόκου, κατανοείται καί ερμηνεύεται αποκλειστικά εντός καί διά της Θεολογίας καί της Χριστολογίας.
Η Ορθόδοξη θεολογία, καθώς έχει στέρεη βάση της τή Χριστολογία, δέν είναι καί δέν επιτρέπεται νά μετατραπεί σέ αυτονομημένη, ανεξάρτητη καί αυτοδύναμη Μαριολογία καί Μαριολατρεία , ή ακόμη σέ ανθρωπολογία μέ κέντρο της τήν Παρθένο Μαρία, αλλά είναι πρωτίστως καί κατεξοχήν Χριστολογία, στήν οποία συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς καί η ανθρωπολογία καί η περί Θεοτόκου διδασκαλία. Οι όποιες παρανοήσεις, παραχαράξεις καί καινοτομίες , πού αφορούσαν τό πρόσωπο καί τό έργο της Παρθένου Μαρίας, προήλθαν σαφέστατα από μία λανθασμένη καί “κολοβωμένη” Χριστολογία, από τήν παρανόηση του δόγματος της Ενανθρωπήσεως. Κατά συνέπεια, η ορθόδοξη αλήθεια γιά τή Μητερα του Χριστύ ως Θεοτόκου δέν μπορεί παρά νά “επιστηρίζεται σέ χριστολογική βάση”!
Οι αστείρευτες πηγές της συνοδικής καί πατερικής παράδοσης της αδιαίρετης Εκκλησίας, από τίς οποίες μικρόν μόνο μέρος αξιοποιήθηκε καί παρουσιάσθηκε εδώ μαρτυρούν ομοφώνως καί διατρανώνουν συνοδικώς ότι η Υπερευλογημένη Παρθένος Μαρία είναι όντως καί αληθώς Θτοόκος, Θεογεννήτρια καί Θεομήτωρ, όπως “θεογράφως διεχάραξαν” καί “πνευματοκινήτως” εδογμάτισαν οι θεοφόροι Πατέρες, πού συγκρότησαν τίς Άγιες καί Οικουμενικές Συνόδους. Η Κυρία Θεοτόκος ” διηκόνησε ” καί “υπούργησε” στό μυστήριο της θείας Οικονομίας καί της σωτηρίας του κόσμου διά της σαρκώσεως του Λόγου καί της θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως.
Γιά τή συμβολή της Παρθένου Μαρίας στήν εκπλήρωση του σχεδίου της Οικονομίας, δικαιολογημένα αποδίδεται τιμή, δόξα καί ύμνος στήν “έχουσα τά δευτερεία της Αγίας Τριάδος” , στήν Υπεραγία Θεοτόκο, τό σκεύος εκλογής του Θεού, τό κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, τή Μητέρα του “δεύτερου ανθρώπου του Κυρίου εξ ουρανού, τήν Μητέρα του “εσχάτου Αδάμ” του “καινού ανθρώπου” τήν αληθινή κατά σάρκα Μητέρα του Υιού καί Λόγου. Επειδή ο Χριστός είναι ο ” πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς ” η Παναγία Μητέρα Του είναι Μητέρα μας καί εμείς θετοί υιοί της.
Κάθε πιστός έχει μία απροσμέτρητη δυνατότητα καί προοπτική, αφού μπορεί νά γίνει καί αυτός κατά χάριν “Θεοτόκος” καί νά κυοφορήσει κατά χάριν τόν Χριστό ως έμβρυο . Θά πρέπει βεβαίως νά θεωρηθεί ως αυτονόητη προϋπόθεση η ορθοδοξη διδασκαλία γιά τή Θεοτόκο καί Αειπάρθενο Μαρία.
Η μοναδικότητα καί τό ανεπανάληπτο μεγαλείο της Θεομήτορος είναι σχετικά παρόμοια πρός τή μοναδικότητα του Υιού της, πού “επετέλεσεν πάσαν βουλήν του Θεού καί Πατρός”. Τό Πρόσωπο καί η Αποστολή της Παρθένου Μαρίας μένουν μετέωρα καί ακατανόητα, εάν δέν συνδεθούν μέ τό μυστήριο της Θείας Οικονομίας. Η Παρθένος ” Θεόν σαρκωθέντα τεκούσα, Θεοτόκος ονομάζεται . Ο Χριστός Θεός σεσαρκωμένος καί ενανθρωπήσας”, προσδίδει στήν κατά σάρκα Μητέρα Του τό όνομα “Θεοτόκος”αλλά καί τό όνομα “Θεοτόκος” “άπαν τό μυστήριον της οικονομίας[τής ενανθρώπησεως] συνίστησι. Τό όνομα “Θεοτόκος” είναι μία αναπόφευκτη συνέπεια του ονόματος “Θεάνθρωπος”. Καί τά δύο ονόματα στέκουν καί πέφτουν μαζί. Η απόρριψη του όρου “Θεοτόκος” οδηγεί στήν αναίρεση ολοκλήρου του μυστηρίου της σωτηριώδους θείας Οικονομίας .
Η Εκκλησία είναι τό Σώμα του Υιού της Θεοτόκου. Τίποτε δέν πρόκειται νά παρεμβληθεί μεταξύ τους. Η Θεοτόκος θά είναι πάντοτε αχώριστη από τόν Υιό της ” ουδέν γάρ μέσον Μητρός καί Υιού” . Ιδιαίτερα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία η τιμή καί ο μακαρισμός καί η δόξα της Παναγίας Θεοτόκου δέν τελειώνουν ποτέ γιατί ” η εις αυτήν τιμή, εις τόν εξ αυτής σαρκωθέντα (Υιόν) ανάγεται”. Η μητέρα του Υιού καί Λόγου, η Θεοτόκος, είναι η “Μητέρα της δόξης”. Η μεγαλύτερη δόξα της Παρθένου Μαρίας είναι ο θεανδρικός της τόκος, ο ” καρπός της κοιλίας της”, ο Υιός της, πού της χάρισε και τό μοναδικό όνομα ” Θεοτόκος “.
Η Θεοτόκος δέν ενεργεί καί δέν δοξάζεται αυτονομημένα καί ανεξάρτητα από τόν Υιό του Θεού καί Σωτήρα Χριστό. Έτσι κατανοείται γιατί η ορθόδοξη περί Θεοτόκου διδασκαλία συνδέεται ουσιαστικά καί οργανικά μέ τήν ορθόδοξη Χριστολογία καί κατ’ επέκταση μέ τήν ορθόδοξη Σωτηριολογία. Η ενότητα Χριστολογίας καί Σωτηριολογίας είναι άρρηκτη, ο δεσμός τους ακατάλυτος και η σχέση τους είναι αμφίδρομη. Η Σωτηριολογία είναι στήν ουσία της Χριστολογία, αφού ο Χριστός δέν νοείται παρά μόνο ως Σωτήρας. Γι’ αυτό καί ο όρος “Θεοτόκος” στήν πραγματικότητα είναι χριστολογικός καί σωτηριολογικός όρος. Μέσα στά πλαίσια αυτά κατανοείται καί η ομολογία ότι ” ουκ έστιν άλλη σωτηρία, ει μή τό ορθώς φρονείν και πιστέυειν, κατ’ αλήθειαν Θεοτοκον τήν αγίαν Παρθένον υπάρχειν” .
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, θέλοντας νά διασφαλίσουν τήν ενότητα της πίστεως, τόνιζαν εμφατικά τή δογματική αναγκαιότητα του όρου “Θεοτόκος ” στή λειτουργία του μυστηρίου της σωτηριώδους θείας Οικονομίας. Ο Σωτήρας Χριστός, ο “Είς της Αγίας Τριάδος” είναι ο Μονογενής Υιός του Θεού, ο εκ Παρθένου Μαρίας σαρκωθείς, Θεός καί άνθρωπος. Η Θεολογία καί η Χριστολογία είναι η καρδιά, η ουσία καί τό περιεχόμενο ολοκλήρου της ορθοδόξου δογματικής παραδόσεως. Γι’ αυτό, λοιπόν, στή δογματική διδασκαλία όλα κατανοούνται, φωτίζονται καί ερμηνεύονται Χριστολογικώς.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως ” στύλος καί εδραίωμα τήςαληθείας”, καυχάται εν Κυρίω ότι συνεχίζει τήν επί γής πορεία της διαφυλάσσοντας αναλλοίωτη καί ακαινοτόμητη μέχρις εσχάτων αυτήν ακριβώς τήν αρχαιοπαράδοτη διδασκαλία καί ” καλήν παρακαταθήκην ” της πίστεως. Στήν αληθινή ορθόδοξη καθολική πίστη της Μίας, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας, η Παναγία Μητέρα του Χριστού είναι τό “χάραγμα” καί τό “σκήπτρον της Ορθοδοξίας” . Καί ενώ”γυναίκες λέγονται άπειροι καί ανθρωποτόκοι αμέτρητοι καί παρθένοι μύριαι πλείσται καί Μαρίαι εισί ” γιά τήν ορθόδοξη παράδοση καί ζωή δικαίως,”κυρίως καί αληθώς” , μόνον καί ιδιώτατον καί κυριώτατον καί σημαντικώτατον εστι τη αγία αχράντω καί αειδόξω Παρθένω όνομα τό Θεοτόκος “.
Βασίλειου Τσίγκου, Λέκτορος Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, το μήνυμα σας μεταφέρεται άμεσα στους διαχειριστές μας.