Ενθυμούμενος παλαιά γεγονότα που έχουν λάβει χώρα στο κόσμο της παρωδίας του Δυτικού Χριστιανισμού, λαμβάνω αφορμή να γράψω ένα μικρό άρθρο με σκοπό να δώσω ερέθισμα για μελέτη και εξέταση του εσωτερικού μας κόσμου, να φθάσουμε δηλαδή στο «Γνώθι σαυτόν», και κατ’επέκταση σε μια αυτογνωσία που θα μας φέρει με μαθηματική ακρίβεια πιο κοντά στον άλλο…
στο συνάνθρωπο μας και ενδεχομένως να δείξουμε συμπάθεια, έλεος και στοργή σε κάθε πλάσμα που κατοικεί στον όμορφο πλανήτη μας.
στο συνάνθρωπο μας και ενδεχομένως να δείξουμε συμπάθεια, έλεος και στοργή σε κάθε πλάσμα που κατοικεί στον όμορφο πλανήτη μας.
Η προχειρότητα που εκδηλώνεται μέσα σε χώρους που θέλουν να ονομάζονται Χριστιανικοί δεν έχει προηγούμενο. Μοραλιστές και ηθικολόγοι, επιστρατεύουν με αμοραλιστικά και χρησιμοθηρικά κίνητρα, χωρία της αγίας Γραφής (άραγε με ποιά ιδιότητα;) για να γκρεμίσουν ψυχές και συνειδήσεις συνανθρώπων μας, επειδή δεν κατάφεραν-κυριευμένοι απ’τα πάθη τους- να τους ομοιάσουν (να γίνουν κλώνοι δηλαδή) και να χειραγωγηθούν από τις νοσηρές και «αναγεννημένες» εικόνες τους.
Είναι πράγματι νοσηρό το άσπρο να βαπτίζεται μαύρο και αρωγό στη προσπάθεια αυτή να αποτελούν ιερά κείμενα, βιασμένα και κακοποιημένα κι αυτά, από οπαδούς που έχουν μάθει να επικοινωνούν με συνθήματα, αγνοώντας ότι η ταυτότητα της Εκκλησίας είναι ο Θεανθρωπισμός (Χριστοκεντρικότητα) και όχι ο Θεοκεντρισμός (θρησκεία), που φανατικά υποστηρίζουν οι σφετεριστές της Υγιούς Πίστεως, όντες κι αυτοί τυφλοί από τον ναρκισσισμό που έχει δημιουργηθεί από την καθαριότητα της φυλακής τους.
Ένα περιστατικό που πάντα με συγκλόνιζε όταν το διάβαζα και πάντα πιστεύω, θα με συγκλονίζει, είναι το περιστατικό που διηγείται το Ευαγγέλιο με μια γυναίκα που έχει μοιχεύσει κι ένα εξαγριωμένο πλήθος διψώντας για δικαιοσύνη (τι μου θυμίζει αυτό), ψάχνει να την βρει για να την λιθοβολήσει. Στο σημείο αυτό, επιθυμία μου είναι να δούμε μαζί μια κριτική από την πλευρά της ψυχολογίας και να εμβαθύνουμε όσο μπορούμε, ο καθένας ξεχωριστά, στον εσωτερικό κόσμο του είναι μας και να φιλοσοφήσουμε την ανθρώπινη ύπαρξη και την αστοχία του ανθρώπου να κατορθώσει να φθάσει γι’αυτό που είναι πλασμένος να γίνει. Νομίζω, ότι κέρδος μας θα είναι η συμπάθεια, η αγάπη, το έλεος και η ελευθερία σε κάθε άνθρωπο που βρίσκεται και υπάρχει γύρω μας, πρωτίστως όμως στον ίδιο μας τον εαυτό που εύκολα κατακρίνει ξεχνώντας ότι και αυτός ο ίδιος χρειάζεται ιατρική περίθαλψη από τον Μέγα Ιατρό Ψυχών και Σωμάτων.
Ο λόγος, -το απόσπασμα πιο συγκεκριμένα που επιλεκτικά δανείζομαι- στον ψυχοθεραπευτή και καθηγητή Δημήτριο Καραγιάννη. «…Δεν ζητά την επιείκεια για την πράξη (εννοεί για τη γυναίκα που μοίχευσε στο περιστατικό του Ευαγγελίου), αλλά διευρύνει το πεδίο στην οικουμενικότητα της ανθρώπινης ανεπάρκειας. Τους καθρεφτίζει τον εσωτερικό τους κόσμο, με τρόπο που θρυμματίζεται η ψευδαίσθηση της υπεροχής τους. Οι άνθρωποι αποσύρονται. Φεύγουν, όχι ηττημένοι, αλλά σε μια βαθιά περίσκεψη που, αν την αξιοποιήσουν και δεν τη συγκαλύψουν, θα έχουν απελευθερωθεί. Η απουσία κατάκρισης αποτελεί το κριτήριο που επιτρέπει στον άνθρωπο να γνωρίζει την αυθεντικότητα των επιλογών του ή την μίζερη καταναγκαστική εφαρμογή κάποιων ηθικών κανόνων, η οποία στοχεύει στην αποφυγή κάποιας μελλοντικής τιμωρίας.
Άν κάποιοι θρησκευόμενοι πληροφορούνταν ότι ο Θεός μέσα στο άπειρο έλεος Του δεν θα επέτρεπε την τιμωρία κανενός, θα ήσαν σίγουροι ότι αδικήθηκαν. Γιατί δήθεν στερήθηκαν κάποιες απολαύσεις. Θα αναρωτιόντουσαν για τη αξία της πίστης τους. Είναι τότε που ο φόβος της τιμωρίας αποτελεί το κριτήριο των επιλογών και όχι η πεποίθηση ότι η πίστη συνιστά μια ευλογία για την ύπαρξη, μια κατευθυντήρια δυνατότητα που δεν εμποδίζει την ζωή, αλλά που επιτρέπει την ευχαριστιακή βίωση της. Η κατάκριση αποτελεί την προστασία των δειλών.
Η προβολή όλων των κακών σε κάποιον άλλο, σ’ έναν αποδιοπομπαίο τράγο, δίνει τη δυνατότητα στους άλλους, που δεν τολμούν, να λυτρώνονται από την παρόρμηση να παρανομήσουν. Η κατάκριση συνιστά κατάρα, ευχή θανάτου, και επομένως είναι τραγική ειρωνεία κάποιος να κηρύσσει την αγάπη και ταυτόχρονα να κρίνει το συνάνθρωπο του…» (Ρωγμές και Αγγίγματα, Δημήτρης Καραγιάννης).
Αφιερωμένο για προβληματισμό σε όλους όσους νομίζουν ότι είναι κυριευμένοι από Θείο έρωτα και αγάπη…
Είναι πράγματι νοσηρό το άσπρο να βαπτίζεται μαύρο και αρωγό στη προσπάθεια αυτή να αποτελούν ιερά κείμενα, βιασμένα και κακοποιημένα κι αυτά, από οπαδούς που έχουν μάθει να επικοινωνούν με συνθήματα, αγνοώντας ότι η ταυτότητα της Εκκλησίας είναι ο Θεανθρωπισμός (Χριστοκεντρικότητα) και όχι ο Θεοκεντρισμός (θρησκεία), που φανατικά υποστηρίζουν οι σφετεριστές της Υγιούς Πίστεως, όντες κι αυτοί τυφλοί από τον ναρκισσισμό που έχει δημιουργηθεί από την καθαριότητα της φυλακής τους.
Ένα περιστατικό που πάντα με συγκλόνιζε όταν το διάβαζα και πάντα πιστεύω, θα με συγκλονίζει, είναι το περιστατικό που διηγείται το Ευαγγέλιο με μια γυναίκα που έχει μοιχεύσει κι ένα εξαγριωμένο πλήθος διψώντας για δικαιοσύνη (τι μου θυμίζει αυτό), ψάχνει να την βρει για να την λιθοβολήσει. Στο σημείο αυτό, επιθυμία μου είναι να δούμε μαζί μια κριτική από την πλευρά της ψυχολογίας και να εμβαθύνουμε όσο μπορούμε, ο καθένας ξεχωριστά, στον εσωτερικό κόσμο του είναι μας και να φιλοσοφήσουμε την ανθρώπινη ύπαρξη και την αστοχία του ανθρώπου να κατορθώσει να φθάσει γι’αυτό που είναι πλασμένος να γίνει. Νομίζω, ότι κέρδος μας θα είναι η συμπάθεια, η αγάπη, το έλεος και η ελευθερία σε κάθε άνθρωπο που βρίσκεται και υπάρχει γύρω μας, πρωτίστως όμως στον ίδιο μας τον εαυτό που εύκολα κατακρίνει ξεχνώντας ότι και αυτός ο ίδιος χρειάζεται ιατρική περίθαλψη από τον Μέγα Ιατρό Ψυχών και Σωμάτων.
Ο λόγος, -το απόσπασμα πιο συγκεκριμένα που επιλεκτικά δανείζομαι- στον ψυχοθεραπευτή και καθηγητή Δημήτριο Καραγιάννη. «…Δεν ζητά την επιείκεια για την πράξη (εννοεί για τη γυναίκα που μοίχευσε στο περιστατικό του Ευαγγελίου), αλλά διευρύνει το πεδίο στην οικουμενικότητα της ανθρώπινης ανεπάρκειας. Τους καθρεφτίζει τον εσωτερικό τους κόσμο, με τρόπο που θρυμματίζεται η ψευδαίσθηση της υπεροχής τους. Οι άνθρωποι αποσύρονται. Φεύγουν, όχι ηττημένοι, αλλά σε μια βαθιά περίσκεψη που, αν την αξιοποιήσουν και δεν τη συγκαλύψουν, θα έχουν απελευθερωθεί. Η απουσία κατάκρισης αποτελεί το κριτήριο που επιτρέπει στον άνθρωπο να γνωρίζει την αυθεντικότητα των επιλογών του ή την μίζερη καταναγκαστική εφαρμογή κάποιων ηθικών κανόνων, η οποία στοχεύει στην αποφυγή κάποιας μελλοντικής τιμωρίας.
Άν κάποιοι θρησκευόμενοι πληροφορούνταν ότι ο Θεός μέσα στο άπειρο έλεος Του δεν θα επέτρεπε την τιμωρία κανενός, θα ήσαν σίγουροι ότι αδικήθηκαν. Γιατί δήθεν στερήθηκαν κάποιες απολαύσεις. Θα αναρωτιόντουσαν για τη αξία της πίστης τους. Είναι τότε που ο φόβος της τιμωρίας αποτελεί το κριτήριο των επιλογών και όχι η πεποίθηση ότι η πίστη συνιστά μια ευλογία για την ύπαρξη, μια κατευθυντήρια δυνατότητα που δεν εμποδίζει την ζωή, αλλά που επιτρέπει την ευχαριστιακή βίωση της. Η κατάκριση αποτελεί την προστασία των δειλών.
Η προβολή όλων των κακών σε κάποιον άλλο, σ’ έναν αποδιοπομπαίο τράγο, δίνει τη δυνατότητα στους άλλους, που δεν τολμούν, να λυτρώνονται από την παρόρμηση να παρανομήσουν. Η κατάκριση συνιστά κατάρα, ευχή θανάτου, και επομένως είναι τραγική ειρωνεία κάποιος να κηρύσσει την αγάπη και ταυτόχρονα να κρίνει το συνάνθρωπο του…» (Ρωγμές και Αγγίγματα, Δημήτρης Καραγιάννης).
Αφιερωμένο για προβληματισμό σε όλους όσους νομίζουν ότι είναι κυριευμένοι από Θείο έρωτα και αγάπη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, το μήνυμα σας μεταφέρεται άμεσα στους διαχειριστές μας.