Οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων αυξάνονται συνεχώς. Οι αυξήσεις γίνονται αισθητές και για τις επιχειρήσεις, οι οποίες βρίσκονται μπροστά σε δίλημμα: πρέπει να μετακυλήσουν τις αυξήσεις στους καταναλωτές;
Η ζήτηση αυξάνεται συνεχώς: πρώτες ύλες όπως το πετρέλαιο, ο χαλκός ή και το βαμβάκι γίνονται ανάρπαστες στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και πυροδοτούν την οικονομική ανάπτυξη, κυρίως στις αναδυόμενες αγορές. Οι μεγάλες επιχειρήσεις προφανώς θα «περάσουν» τις αυξήσεις αυτές στους πελάτες τους. ‘Η μήπως όχι; Μετά από επτά συνεχή χρόνια χωρίς πληθωριστικές πιέσεις, πολλές επιχειρήσεις έχουν «ξεχάσει» πώς γίνεται αυτό, υποστηρίζει ο Georg Tacke από την εταιρία συμβούλων Simon and Kucher στη Βόννη:
«Στο παρελθόν είδαμε ποσοστά πληθωρισμού μεταξύ μηδέν και δύο τοις εκατό, ενώ την ίδια στιγμή οι επιχειρήσεις κατάφεραν να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους, απορροφώντας τις όποιες αυξήσεις. Δεν αισθάνονταν την πίεση του αυξημένου κόστους, άλλωστε φοβούνταν ότι θα χάσουν και πελάτες. Όμως τώρα πια δεν μπορούν να αντισταθμίσουν το αυξημένο κόστος παραγωγής με περαιτέρω αύξηση της παραγωγικότητας».
Μεγάλος ανταγωνισμός, μικρές αυξήσεις στα τρόφιμα
Στον κλάδο των τροφίμων οι επιχειρήσεις δεν έχουν μεγάλα περιθώρια αυξήσεων. Εκεί είναι πολύ έντονος ο ανταγωνισμός των εκπτωτικών σούπερ-μάρκετ, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να αποσπάσουν σοβαρό μερίδιο της αγοράς, υποστηρίζει ο Georg Tacke. Υπάρχουν όμως και άλλες εναλλακτικές λύσεις:
«Η επιχείρηση μπορεί να μειώσει την τιμή ή μπορεί να διατηρήσει την ίδια τιμή, αλλά να μειώσει το περιεχόμενο στη συσκευασία. Είναι και αυτό μία μορφή αύξησης. Πρέπει λοιπόν να αποφασίσει η επιχείρηση πώς μπορεί να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερους πελάτες; Πολλοί προτιμούν να κρατήσουν την ίδια τιμή στη συσκευασία, ας πούμε 7,99 ή 8,99 ευρώ, μειώνοντας όμως το περιεχόμενo. Είναι και αυτό μία στρατηγική».
Ιδιαίτερα σε εποχές οικονομικής αβεβαιότητας μία επιχείρηση βρίσκεται μπροστά σε μεγάλα διλλήματα, όταν από τη μία πλευρά δεν μπορεί να περιορίσει το κόστος της, αλλά από την άλλη πλευρά δεν θέλει να χάσει και τους πελάτες της, ανεβάζοντας την τιμή των προϊόντων της. Βέβαια υπάρχουν εργαλεία με τα οποία μπορεί να αντισταθμίσει μία υψηλότερη τιμή, προσφέροντας τη δυνατότητα εκπτώσεων ή ευκολίες πληρωμής. Για παράδειγμα σε μία αύξηση 5% μπορεί να επέλθει συμφωνία, ότι η αποπληρωμή δεν θα γίνει σε τριάντα, αλλά σε ενενήντα μέρες.
Φόβοι για σπιράλ πληθωρισμού
Σε πολλά είδη όμως, όπως στα έτοιμα ενδύματα, οι αυξήσεις θα είναι αναπόφευκτες, προειδοποιεί ο Georg Tacke.
«Η τιμή του βαμβακιού έχει πολλαπλασιαστεί μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Είναι απλά αδύνατον να αγοράσετε πλέον ένα τζιν παντελόνι με δέκα ευρώ σε ένα εκπτωτικό σούπερ- μάρκετ, θα το αγοράσετε 13, 14 ή 15 ευρώ. Αλλά και σε άλλα υλικά, στον χάλυβα, στο πετρέλαιο, στην ενέργεια, παντού έχουμε αυξήσεις που ξεκινούν από δέκα και μπορούν να ξεπεράσουν το εκατό τοις εκατό».
Εάν οι πληθωριστικές πιέσεις επιμείνουν, λέει ο Γερμανός ειδικός, πολλές επιχειρήσεις θα προχωρήσουν σε αυξήσεις ακόμα και αν δεν αυξηθεί το κόστος παραγωγής. Σε αυτήν την περίπτωση θα μπαίναμε σε φαύλο κύκλο, καθώς, ο μεγάλος πληθωρισμός θα εκμηδένιζε ένα μέρος των κερδών, κάτι που οι επιχειρήσεις θα προσπαθούσαν να το αντισταθμίσουν αυξάνοντας εκ νέου τις τιμές και βεβαίως δίνοντας την αφορμή για αντίστοιχες μισθολογικές αυξήσεις. Όλα αυτά θα πυροδοτούσαν και πάλι το σπιράλ του πληθωρισμού.
Monika Lohmüller / Γιάννης Παπαδημητρίου
Υπεύθ. σύνταξης: Βιβή Παπαναγιώτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, το μήνυμα σας μεταφέρεται άμεσα στους διαχειριστές μας.